τριακοντώρυγος

τριακοντώρυγος
τρῐᾱκοντ-ώρῠγος, ον,
A of thirty fathoms, X.Cyn.2.5; cf. δεκώρυγος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τριακοντώρυγος — ον, Α αυτός που έχει μήκος τριάντα οργιών («τὰ δὲ δίκτυα δεκώρυγα, εἰκοσώρυγα, τριακοντώρυγα», Ξεν.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ώρυγος, σπάνια μορφή στην οποία απαντά ως β συνθετικό η λ. ὀργυιά (πρβλ. πεντ ώρυγος)] …   Dictionary of Greek

  • τριακοντώρυγα — τριᾱκοντώρυγα , τριακοντώρυγος of thirty fathoms neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”